γύμνωμα

γύμνωμα
το
1. το γδύσιμο, το ξεγύμνωμα.
2. αρπαγή, λεηλασία: Το γύμνωμα του νησιού οφειλόταν στην πειρατεία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γύμνωμα — το [γυμνώνω] η γύμνωση …   Dictionary of Greek

  • γύμνωση — η το γύμνωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”